cuckold$18017$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

cuckold$18017$ - translation to ελληνικό

VOLUNTARY RESTRICTION OF THE ACCESS TO GENITALIA OF THE WEARER AS A FORM OF SEXUAL PLAY
CB-3000; Chastity cage; Cuckold belt
  • A female Carrara chastity belt
  • Antique chastity belt, complete with waistbelt and padlock. From the [[Wellcome Collection]]

cuckold      
v. κερατώνω

Ορισμός

cuckold
['k?k(?)ld]
¦ noun the husband of an adulteress regarded as an object of derision.
¦ verb make (a married man) a cuckold.
Derivatives
cuckoldry noun
Origin
OE, from OFr. cucuault, from cucu 'cuckoo' (from the cuckoo's habit of laying its egg in another bird's nest).

Βικιπαίδεια

Chastity belt (BDSM)

Chastity belts are a type of chastity device used in BDSM as part of the practice of orgasm denial, to prevent the wearer from engaging in certain types of sexual activity without the permission of the dominant, who acts as "keyholder". Chastity belts prevent sexual intercourse, masturbation and oral sex involving the wearer's genitals. There are designs suitable for both men and women. Chastity belts may be worn during a session of BDSM play, for a limited period or as a long-term arrangement. Users who choose to wear a chastity device often have a chastity fetish, and therefore enjoy the experience of being in chastity.